εξίσχιος

εξίσχιος
ἐξίσχιος, -ον (Α)
αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισχίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξίσχιον — ἐξίσχιος projecting at the hip masc/fem acc sg ἐξίσχιος projecting at the hip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξίσχιοι — ἐξίσχιος projecting at the hip masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”